- προσάπτεται
- προσάπτωfasten topres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
λοίπαδος — ο (Α λοίπαδος) νεοελλ. ναυτ. τετράγωνο ιστίο που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στις αλιευτικές κυρίως λέμβους και τού οποίου η άνω γωνία προς την πρώρα προσάπτεται κάτω από το επίμηλο τού ιστού, ενώ η άλλη στο άνω άκρο μιας μεγάλης κεραίας που … Dictionary of Greek